- προσφωνητικός
- προσφων-ητικός, ή, όν,= προσφωνηματικός, only in Adv.A
-κῶς Eust.1410.27
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Eust.1410.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφωνητικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικός — ή, όν, ΜΑ [προσφωνῶ] προσφωνηματικός*. επίρρ... προσφωνητικῶς ΜΑ με τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση … Dictionary of Greek
προσφωνητικῶν — προσφωνητικός fem gen pl προσφωνητικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικόν — προσφωνητικός masc acc sg προσφωνητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικαῖς — προσφωνητικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοῖς — προσφωνητικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοί — προσφωνητικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοῦ — προσφωνητικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῆς — προσφωνητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῶς — προσφωνητικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῷ — προσφωνητικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)